Αρκτούρος

Αρκτούρος
(Αστρον.). Αστέρας μεγάλου μεγέθους, o λαμπρότερος του αστερισμού του Βοώτη (α του Βοώτη). Η φαινομενική του λαμπρότητα οφείλεται ουσιαστικά σε δύο λόγους: είναι αστέρας γίγας, με διάμετρο περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο του Ήλιου και βρίσκεται πολύ κοντά στη Γη, αφού απέχει περίπου 38 έτη φωτός. To χρώμα του φωτός που ακτινοβολεί είναι πορτοκαλί και αντιστοιχεί σε θερμοκρασία 5.100° C στην επιφάνεια.
* * *
ο (Α Ἀρκτοῡρος)
αστέρι που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη Άρκτο
αρχ.
ο χρόνος εμφάνισης αυτού του αστέρα, δηλ. τα μέσα Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + -ορος < *όρος «επόπτης, επιτηρητής» (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω, άλλος τ. αρχαϊκού ενεστώτα του ρ. ορώ (-άω). Ο όρος πέρασε και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατ. Arcturus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρκτοῦρος — guard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκτοῦρος — guard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρκτούρος — ο ένας από τους λαμπρότερους απλανείς αστέρες (ανήκει στον αστερισμό του Βοώτη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀρκτούρω — Ἀρκτοῦρος guard masc nom/voc/acc dual Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκτούρω — Ἀρκτοῦρος guard masc nom/voc/acc dual Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκτοῦρον — Ἀρκτοῦρος guard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκτοῦρον — Ἀρκτοῦρος guard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκτούροιο — Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκτούροιο — Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκτούρου — Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”